ψευδαπόστολος

ψευδαπόστολος
ψευδαπόστολος, ου, ὁ one who claims to be an apostle without the divine commission necessary for the work, false/spurious/bogus apostle (cp. Polyaenus 5, 33, 6 ψευδάγγελοι=false messengers) 2 Cor 11:13. Just., D. 35, 3 has ψευδοαπόστολοι for ψευδοπροφῆται in citation of Mt 24:11, 24 (Mk 13:22).—S. lit. s.v. ψευδόμαρτυς. DELG s.v. ψεύδομαι B. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψευδαπόστολος — false ambassador masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδαπόστολος — ο, ΝΑ (κυρίως εκκλ.) άτομο που παρουσιάζεται ως απόστολος χωρίς να είναι νεοελλ. απόστολος τού ψεύδους, άτομο που διαδίδει ή διδάσκει ψέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ἀπόστολος] …   Dictionary of Greek

  • ψευδαπόστολος — ο ο απόστολος του ψεύδους, αυτός που διδάσκει ψεύδη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψευδαποστόλοις — ψευδαπόστολος false ambassador masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδαποστόλου — ψευδαπόστολος false ambassador masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδαποστόλους — ψευδαπόστολος false ambassador masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδαποστόλων — ψευδαπόστολος false ambassador masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδαπόστολοι — ψευδαπόστολος false ambassador masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδαπόστολον — ψευδαπόστολος false ambassador masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՍՈՒՏ — (ստոյ, ոց, եւ ստի, ից.) NBH 2 0732 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 12c, 13c ա. յորմէ յն. փսէւտիս: ψευδής, ψευστής falsus, fallax, mendax . Ներհակն ձայնիս Ստոյգ. ոչ ճշմարիտ. հակառակն ճշմարտութեան. անիրաւ. խարդախ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • АПОСТОЛЫ — [от греч. ἀπόστολος посланник, вестник], ближайшие ученики Иисуса Христа, избранные, наученные и посланные Им на проповедь Евангелия и устроение Церкви. История термина В античной лит ре слово ἀπόστολος употреблялось для обозначения морской… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”